ΧΡΙΣΤΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ ΔΩΡΗΤΗΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΜΑΣ

"Χριστός ανέστη εκ νεκρών θανάτω θάνατον πατήσας

και τοις εν τοις μνήμασι ζωή χαρισάμενος¨

Σάββατο 12 Μαΐου 2012

ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΜΑΪΟΥ 2012

Παμμεγιστοι ταξιαρχεσ
    
Ιερά Μητρόπολη Καστοριάς
Ιερός Ναός Παμμεγ. Ταξιαρχών       Μηνιαία Εφημερίδα        
Άνω Νεστορίου                               Μάιος 2012
Τηλ: 24670-31113                            Φύλλο 12ο


    Οσία Σοφία η ασκήτρια της Κλεισούρας

Τα κείμενα προέρχονται από το βιβλίο « Σοφία, η Ασκήτισσα της Παναγίας» της Ιεράς Μονής Γενεθλίου της Θεοτόκου Κλεισούρας.


Ακόμη δεν μπορώ να το ξεχάσω....

Τρία παιδιά από το Βαρυκό, πριονάδες (= έκοβαν δένδρα με πριόνια) πήγαν στο μοναστήρι να κόψουν ορισμένα πελώρια λευκάδια. Έκοψαν το ένα, έκοψαν και το άλλο, το τρίτο ενώ το έκοβαν και  κατεύθυναν, σπρώχνοντάς το, την πτώση του, εκείνο σαν να μην ήθελε να πέσει στο σωστό μέρος. «Κατάλαβα πως μας περιμένει κάτι κακό. Φωνάζω: παιδιά, θα πέσει πάνω μας, ο πονηρός το κουμαντάρει. Θα πέσει από μόνο του σε άνθρωπο...-Βλέπω από πάνω από το δρόμο να φαίνεται ένα ελάχιστο μαύρο και αμέσως το κεφάλι της Σοφίας. Συνάμα και το λευκάδι να κατευθύνεται επάνω της....και ο πονηρός την παίρνει από κάτω. Τρέχομε, με τα χέρια, με τα τσε-κούρια, τη βγάζουμε νεκρή, το αίμα της να τρέχει σαν βρύση. Σε δευτερόλεπτα την πήγαμε στο διάδρομο. .....Γονατίζω μπροστά στη Μεγαλόχαρη και της λέω:ο πονηρός έκανε αυτό που ήθελε, κάνε και συ Παναγία μου το θαύμα σου. Γυρίζοντας στη Σοφία, μόλις της έπιασα τα άγια χεράκια της για να δω αν χτυπά η φλέβα και βλέποντάς τη στα μάτια, σταματά το αίμα και παίζει τα μάτια....Μέχρι το βράδυ σαν να μην είχε συμβεί τίποτε, το αίμα που της έφυγε, δεν είχε άλλο τόσο πάνω της, η ευλογημένη...
 Οι δυο πριονάδες έφυγαν τρομαγμέ-νοι. Επέστρεψαν την άλλη μέρα δειλά- δειλά, νομίζοντας ότι τους ψάχνουν για φόνο. Αλλά κανείς δεν ήξερε τι είχε συμβεί την προηγούμενη μέρα. Η Σοφία δεν είχε μιλήσει σε κανέναν. Το γεγονός αυτό συνέβη το 1969 και τότε η Σοφία ήταν 86 ετών. Από το βάρος και την ορμή του δένδρου έπρεπε να είχε ξεψυχήσει αμέσως.
                                                                       (Επιστολή π. Νικολ. Μήτρα, ιερέα  Κλεισούρας)






ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΟΦΙΑ ΤΗΣ οσιασ σοφιασ

  • Αχ, αν κάνουμε ένα καλό, λέμε κάναμε έναν καλόν. Με ποια δύναμη κάναμε το καλό; Με τη δύναμη του Θεού. Έδωσέ σε ο Θεός ευλογία και έκανες το καλό.

  • Η Παναγία κλαίει, κάθε μέρα κλαίει. Λέει στον Υιό της: « Υιέ μου και Θεέ μου, δώσε στον κόσμο σοφία. Συχώρεσε τον κόσμον.»Παναγία μου, προσκυνώ τη χάρη σου. Ο Κύριος λέει:«Εγώ κατέβηκα, σταυρώθηκα, καρφώθηκα κι αυτοί δεν πιστεύουν.» Αναμένει ο Θεός, αναμένει. Κάνει υπομονή.

  • Τα μάτια κλειστά, το στόμα κλειστό, τα αυτιά κλειστά, για να κερδίσουμε. Ο κόσμος τι κάνει, τι είδες, τι ξέρεις; Δεν είδα τίποτα, δεν ξέρω, χαπάρ κι έχω(= δεν έχω χαμπέρι, δεν παίρνω είδηση). Δεν ακούω, δεν βλέπω.

  • Πολλά λόγια να μη λέτε, λίγα κι ευλογημένα. Να αγαπάτε τον Θεόν και η καρδιά σας να λάμπει ωσάν τον ήλιον.

  • Την Κυριακή να μην κάνεις ούτε πίττες ούτε τίποτε, μόνο τις πιο αναγκαίες δουλειές. Η Κυριακή είναι μέρα του Θεού.

  • Πολλά υπομονήν, πολλά υπομονήν.



Μην ξεχάσω.....

6.5. 2012     Γιορτάζει πρώτη φορά επίσημα αναγνωρισμένη ως Οσία, η ασκήτρια της Κλεισούρας, Σοφία



Εορτολογιο μαιου

2.5. ανακομιδή λειψ. Μ.Αθανασίου
5.5. Ειρήνης μεγαλομ., Εφραίμ θαυμ.
6.5. Σοφίας οσ. ασκήτριας, Ιωβ πολ.
8.5. Ιωάννου Θεολ.,Αρσενίου Μεγ.
9.5. Μεσοπεντηκοστής,
       Χριστοφόρου μεγαλομ.
11.5. Κυρίλλου & Μεθοδίου ισαπ.
12.5. Επιφανίου Κύπρου
14.5. Ισιδώρου Χίου
15.5. Παχωμίου Μεγ.
21.5.Κων/νου & Ελένης ισαπ.
23.5. Απόδοση εορτής Πάσχα
24.5. Αναλήψεως
25.5. Γ΄εύρεση Τιμ. κεφ. Προδρόμου
27.5. Ιωάννου Ρώσου ομολ.


 



Όταν τα ζώα γίνονται φίλοι


Η αγάπη της οσίας Σοφίας δεν σταματούσε μόνο στους ανθρώπους, απλωνόταν κι αγκάλιαζε όλη την κτίση, λογικά και άλογα, ήμερα και άγρια. Στο άγριο βουνό γύρω από το μοναστήρι, κυκλοφορούσαν τότε πολλές αρκούδες, λύκοι και άλλα αγρίμια. Με όλα αυτά η Σοφία είχε συμφιλιωθεί.
Είχε μια αρκούδα που την τάιζε από το χέρι με ψωμί και ό,τι άλλο φαγώσιμο είχε και το μεγαλόσωμο θηρίο έπαιρνε την τροφή, της έγλυφε τα χέρια και τα πόδια από ευγνωμοσύνη και πάλι χανόταν στο δάσος. Της είχε δώσει και όνομα:
« Έλα, Ρούσα μ’ , έλα να τρώεις ψωμόπον», της έλεγε.

Στο προσκέφαλό της, κοιμούνταν αρκετές φορές τρία φίδια σαν σαίτες κι ούτε την πείραζαν ούτε τα πείραζε.

 Η οσία δεν ήθελε να βλέπει ψωμί πεταγμένο. Είναι αμαρτία, έλεγε, να πατήσεις ψίχουλα. Όσα ξεροκόμματα λοιπόν ψωμί περίσσευαν, τα μάζευε σ’ένα κατσαρόλι και τα μούσκευε. Όταν το ψωμί μαλάκωνε, το έβαζε η μακαρία ή στις φωλιές από τα μυρμήγκια ή στα περβάζια στα παράθυρα,ψίχουλα για τα πουλάκια.«Να’ρθούνε τα πουλιά του Θεού να το φάνε», έλεγε. Κι αυτά τα ευλογημένα, όταν η ίδια προσευχόταν, ακόμα και μέσα στην εκκλησία, μαζεύονταν και φτερούγιζαν γύρω της κελαηδώντας.
Όταν κοιμήθηκε, πήγαιναν τα πουλιά και χτυπούσαν με το ράμφος τους το τζάμι μιας φωτογραφίας της που υπήρχε στο μοναστήρι.




Η Σοφία φύλαξε το μοναστήρι

«Το 1944 άρχισε ο αντάρτικος πόλεμος. Στην Κλεισούρα, στη θέσι Νταούλι, οι αντάρτες σκότωσαν με ατιμωτικό τρόπο έναν γερμανό αγγελιοφόρο, που ερχόταν από το Αμύνταιο.
Γερμανικός στρατός φτάνει στην Κλεισούρα και την καίει όλη. Σκοτώνουν περί τα 300 άτομα. Τα γυναικόπαιδα πηγαίνουν στο μοναστήρι που είχε 40 δωμάτια. Οι γερμανοί ετοιμάζονται να βάλουν φωτιά, ως κρυψώνα των ανταρτών.Το περικυκλώνουν με μπετό-νια γεμάτα βενζίνη. Εκεί η μοναχή Σοφία,με την εικόνα της Παναγίας στην αγκαλιά της,γονατίζει στους στρατιώτες  γερμανούς,τους φιλά τα πόδια, σέρνεται στο χώμα και κλαίει δυνατά. Τους λέγει:«όχι την Παναγία».Ο αξιωματικός τη διώχνει, αυτή πίσω δεν κάνει και λιγοθυμάει καταγής. Τότε οι γερμανοί, τους φώτισε η Παναγία και δεν πείραξαν το μοναστήρι καθόλου. Έτσι σώθηκαν και τα γυναικόπαιδα  και το μοναστήρι.»
                               (από το χειρόγραφο του Ισαάκ, ανιψιού της οσίας Σοφίας)





"Ο φόβος του Θεού κάνει σοφόν τον άνθρωπο. Ποιος είναι ο φόβος του Θεού; Όχι να φοβάσαι το Θεό, αλλά να φοβάσαι να μην στενοχωρήσεις τον άλλο, να μην τον αδικήσεις, να μην τον κατηγορήσεις. Αυτή είναι η σοφία. Ύστερα τα άλλα, για να ζήσεις, σε φωτίζει ο Θεός τι να κάνεις."


"Το στόμα να γίνει βασιλικός και τραντάφυλλον."

"Άμα τα πράγματα τα αφήκεις στο Θεό, έρχονται μονάχα. "


«Ένας είναι ο Κύριος και μία η Κυρία (ο Χριστός και η Παναγία),
όλοι εμείς οι άλλοι είμαστε αδελφοί».





Απολυτίκιο

«Εκ του Πόντου αρτίως εξανατείλασαν, ώσπερ νεόφωτον άστρον ασκητικής αγωγής και Κλεισούραν Καστορίας καταυγάσασαν, φέγγει αόκνου προσευχής, κατατήξεως σαρκός, εμπόνου σκληραγωγίας, και θαυμασίων Σοφίαν,ημών ως πρέσβειραν υμνήσωμεν.»


 
 


Το συναξαρι της ημερας.....


 
Η οσία Σοφία(Χοτοκουρίδου, το γένος Αμανατίου Σαουλίδου), η ασκήτρια, γεννήθηκε το 1883 στο χωριό  Σαρή-ποπά του νομού Τραπεζούντος του Πόντου.Από μικρή έτρεχε στις εκκλησίες και τα ξωκκλήσια για να τα περιποιηθεί και ν’ανάψει τα καντήλια. Οι παρέες και οι άτακτες συζητήσεις των συνομήλικων της κοριτσιών δεν της άρεσαν.
Ήταν εξαιρετικά όμορφη, μάλλον κοντή στο ανάστημα, με μικρό κεφάλι, μικρά καστανόμαυρα μάτια και μακρόστενο πρόσωπο. Τα μαλλιά της ήταν ξανθά και τα έπλεκε σε πέντε μακριές πλεξούδες.Πολύ καμάρωνε για τα μαλλιά της και ίσως γι’αυτό αργότερα δεν τα περιποιόταν καθόλου. Από την μέρα που αποφάσισε να ασκητέψει,ούτε τα έλουσε ούτε τα χτένισε.
Η Σοφία δεν επιθυμούσε να παντρευτεί. Οι γονείς της, ο Αμανάτιος και η Μαρία, ήταν θεο-σεβούμενοι άνθρωποι και δεν την πίεζαν στο θέμα αυτό. Τελικά σε μεγάλη, για την εποχή της, ηλικία η Σοφία παντρεύτηκε το 1907 τον Ιορδάνη.  Τρία χρόνια μετά απέκτησε ένα γιο, που όμως σε ηλικία δυο ετών πέθανε. Ο σύζυγός της επιστρατεύτηκε από τους Τούρκους στην Ορντού το 1912. Όταν το 1914 κηρύχθηκε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ο Ιορδάνης εξαφανίστηκε και η Σοφία έφυγε για την Ορντού. Ο θάνατος του παιδιού και η εξαφάνιση του συζύγου σφράγισαν  με την τραγικότητά τους τη ζωή της Σοφίας.
Από τον Πόντο  άρχισε η ασκητική ζωή της. Στην Ορντού κατέφυγε, μακριά από τους συγγενείς της, μόνη, στο βουνό. Ίσως εκεί σε κάποιο μοναστήρι να ντύθηκε τα καλογερικά ράσα, αν και δεν είναι σίγουρο, αν τότε έγινε μοναχή. Από το 1916 τα ίχνη της χάθηκαν.Το 1919 τη βρήκε στην Ελλάδα, στη Θεσσαλονίκη και συγκεκριμμένα στο Ναό της Αναλήψεως, ο ανιψιός της Ισαάκ, πρόσφυγας πια, ο οποίος  και την έψαχνε. Από το 1919 έως το 1925 η Σοφία έμενε με τους συγγενείς της στην Πτολεμαϊδα,στην Αναρράχη,οπότε έφυγε και πήγε στη Φλώρινα στον Άγ. Μάρκο, όπου παρέμεινε ως το 1927. Τότε ήταν που της παρου-σιάστηκε η Παναγία καλώντας την στο μοναστήρι της:
«Η θέση σου είναι αλλού, να’ ρθεις στο σπίτι μου. Είμαι στην Κλεισούρα». Αρχικά η Σοφία επισκέφθηκε το μοναστήρι, αλλά η ερημιά του τόπου, η απομονωμένη θέση του και η μοναξιά που επικρατούσε την φόβισαν και δεν θέλησε να μείνει εκεί.Από αυτήν της την παρα-κοή στην πρόσκληση της Παναγίας έμεινε παράλυτη για τρεις εβδομάδες και φιλοξενήθηκε από τους συγγενείς της. Την ημέρα που αποφάσισε να υπακούσει στην εντολή της Θεοτόκου, τη σήκωσαν και την έβαλαν πάνω σ’ένα κάρο, με το οποίο τη μετέφεραν στη Παναγία. Τον Αύγουστο του 1927 ,στη μνήμη της Παναγίας,η Σοφία σε ηλικία 44 ετών φτάνει στο μοναστήρι. Μόλις πάτησε το πόδι της στο χώμα, θεραπεύτηκε.Κάποτε τη ρώτησαν πώς μένει μόνη της μέσα στην ερημιά και εκείνη η ευλογημένη ψυχούλα, που η ζωή της ήταν μισή στη γη και μισή στον ουρανό, απάντησε:
σχέδιο π. Γεωργίου Χουζούρη
 « Όχι δεν μένω μόνη μου. Έρχονται οι άγγελοι και με κάνουν παρέα»
Το μοναστήρι είχε τριάντα δωμάτια. Εκείνη όμως έμενε στη βέτρα (=ποδιά) του τζακιού. Αυτή ,όπως έλεγε, ήταν η εντολή που πήρε. Γονατιστή όλη νύχτα, καθόταν ακουμπισμένη με την πλάτη στον υγρό τοίχο.«Ένα κουβάρι οστών στο τζάκι».Η τζαμαρία τότε δεν υπήρχε,οπότε το κρύο με την υγρασία από τα τρεχούμενα νερά ήταν ακόμα πιο τσουχτερό.Τρεις τέσσερις βρύσες τρέχαν ασταμάτητα νύχτα-μέρα εκεί που καθόταν. Το ρεύμα την έκοβε. Όταν το χειμώνα χιόνιζε, το πρωί την έβρισκαν με χιόνι στο κεφάλι. Το θερμόμετρο έδειχνε συνήθως μέχρι και 15 βαθμούς κάτω από το μηδέν.Στο τζάκι η Σοφία διατηρούσε λίγη ζιάρα(= κάρβουνα αναμμένα),« μόνο και μόνο για να βγαίνει λίγος καπνός από την καμινάδα και να λένε οι περαστικοί πως στο μοναστήρι υπάρχει κάποιος»,όπως εξηγούσε η ίδια. Όμως όλα ήταν ορθάνοιχτα οπότε και η λίγη  ζέστη χανόταν. Τα βράδια καθισμένη στο τζάκι συνήθως έβαζε κάποιον να της διαβάζει βίους αγίων,( γράμματα, ανάγνω-ση,γραφή φαίνεται πως δεν γνώριζε) από μικρά φυλλαδιάκια, που τα φύλαγε με προσοχή. Όταν έκανε πολύ κρύο, οι επισκέπτες, που την έβλεπαν ξυπόλυτη,την παρακαλούσαν να βάλουν κανένα ξύλο στα λίγα κάρβουνα. Τότε εκείνη φώναζε ένα μακρόσυρτο «όχιιι» που ακόμη αντηχεί στα αυτιά τους και το επαναλαμβάνουν δακρύζοντας. Εκεί στην πλάκα του τζακιού, καθόταν, εκεί έτρωγε, αυτή το στρώμα αυτή και το μαξιλάρι της, από εκεί μιλούσε στους προσκυνητές και κήρυττε την αγάπη του Χριστού και της Θεοτόκου.
Ζούσε μέσα στην συνεχή άσκηση, στην προσευχή, στον σωματικό κόπο και στον ασκητικό αγώνα. Όταν στο τζάκι ήταν πολύ δύσκολα, πήγαινε στο επάνω πάτωμα, σ’ένα κελλί. Εκεί είχε ριγμένα φύλλα και άχυρα και ξάπλωνε. Κάτω από τα άχυρα όμως έκρυβε σουβλερές πέτρες.
Μια επισκέπτρια,κάποτε, γονάτισε και της φιλούσε τα ξυλιασμένα ποδαράκια της, λέγοντάς της: « Εγώ κοιμάμαι σε μαλακό στρώμα, εσύ κοιμάσαι στην πέτρα, εσύ είσαι του Παραδείσου.» Εκείνη απάντησε στα ποντιακά: « Δεν είμαι άξια να μου φιλάτε τα πόδια, δε θέλω μαλακά μαξιλαράκια να μου στερήσουν τον Παράδεισο.» Άλλοτε μάζευε στο τζάκι φύλλα και κλαδιά από τα δένδρα και τρύπωνε μέσα σ’αυτά σαν ποντίκι. Τύχαινε όμως ν’αρπάξουν φωτιά, και μόλις που πρόφταινε να σηκωθεί, για να μην καεί ζωντανή.
Κελλάκι και ασκηταριό της ήταν για τη γιαγιά Σοφία τα βουνά και οι άγριες ερημιές. Όπου βρισκόταν έξω προσευχομένη, πλάγιαζε κάτω στα χόρτα και στ’αγκάθια για να κοιμηθεί.
Πάντα ήταν ξυπόλητη. Τον χειμώνα συχνά την έβλεπαν να παίρνει μια παλιοκατσαρόλα που χρησιμοποιούσε, να τη γεμίζει νερό και να την αδειάζει αλύπητα στα ξυλιασμένα της πόδια. Σπάνια φορούσε κάτι μάλλινα σκουφούνια, τρύπια και παλιά και κάτι παλιοπάπουτσα ή παλιοπαντόφλες.
Βλέποντάς την οι προσκυνητές με τα παλιόρουχα, μέσα στα κρύα και την υγρασία, της πήγαιναν άλλα καινούρια και ζεστά. Αλλά αυτή η μακαρία με το ένα χέρι έπαιρνε και με τ’άλλο τα σκόρπιζε στους φτωχούς. Καινούριο ρούχο δεν φόρεσε, δεύτερη αλλαξιά δεν είχε. Στο κεφάλι είχε δεμένη πάντα μαύρη μαντήλα. Τα μαλλιά της από τον Πόντο ακόμα, ούτε τα έλουσε, ούτε τα χτένισε. Είχαν κατσιάσει και είχαν γίνει σκληρά σαν κοτσάνι,το κεφάλι της όμως ευωδίαζε. Όταν έφτασε στο μοναστήρι  44 ετών για να μην σκανδαλίζει με την ομορφιά της, μαύριζε και μουτζούρωνε το όμορφο πρόσωπό της με γάνες και κάπνες από τα καζάνια. Ήθελε να την περιφρονούν.
Το αποστεωμένο κορμί της σε υπέβαλλε.Το σώμα της σκελετωμένο, κατάξερο, σκυφτό, μόνο όταν άναβε τα καντήλια της Παναγίας ορθωνόταν: «.... θαρρείς και με τραβάει η Παναγία και σηκώνομαι όρθια»,έλεγε.Πρόσωπο μόνον κόκκαλα,μάτια που δάκρυζαν συνεχώς για τον κόσμο και από αγάπη για τον Χριστό και την Παναγία, διαπεραστικά,σαν να διαπερνούσαν νου, σκέψη, τα πάντα..
Το βλέμμα της αυστηρό, αλλά φιλάνθρωπο και αφοπλιστικό.
Δάχτυλα γεμάτα κόμπους σκληρούς από τις αμέτρητες μετάνοιες. Πόδια σαν καλαμιάς, γόνατα σκληρά από τις συνεχείς γονυκλισίες και τα γονατίσματα.
« Ο Θεός να με συχωρέσει. Είμαι πολλά αμαρτωλή»
Ζούσε ασκητικά, έκανε μεγάλη νηστεία. Ποτέ δεν έτρωγε κρέας, ψάρια, τυριά, αυγά. Καμιά φορά μόνον έτρωγε κανένα παστό, αντζούγες και χόρτα. Της άρεσαν τα αλμυρά  και το λάχανο αρμιά. Η αλμυρή πιπεριά ήταν το καλύτερο έδεσμά της. Το ψωμί της κανένα ξεροκόμματο μουχλιασμένο. Το Σάββατο και την Κυριακή έβαζε μια κουταλιά λάδι στο φαγητό της. Άλλες φορές σε μέρες αρτύσιμες άνοιγε καμιά κονσέρβα ψάρι και έτρωγε κανένα ψαράκι ύστερα από μέρες, αφού είχε πιάσει ένα δάχτυλο μούχλα. Έβραζε φύλλα από δένδρα ή φτέρη. Τα έβαζε σε παλιά μπακιρένια σκεύη και τα έτρωγε, αφού πρασίνιζαν από την σκουριά. Πάντα όμως ήταν ευχαριστημένη και δοξολογούσε το Θεό.Το ελαιόλαδο το είχε μόνο για τα καντήλια της Παναγίας. Δεν είχε μείνει κρέας στο κορμί της. Δεν ξεχώριζες στήθος, κοιλιά, πόδια...είχαν μείνει μόνο κόκκαλα.


Στις 6 Μαΐου 1974 η μακαρία δούλη του Θεού Σοφία εκοιμήθη. Όλη της τη ζωή την πέρασε καλογερικά και ίσως πιο σκληρά και από μοναχή, με το κομποσχοίνι στο χέρι, με αδιάλειπτη προσευχή και με το όνομα της Παναγίας συνέχεια στο στόμα της:
« Η Παναγία ξέρει, είπε η Παναγία, είδε η Παναγία».                                                          
Η ψυχή της ανέπνεε το Χριστό και την Παναγία με την απλοΐκή αγάπη των ταπεινών.Νηστεύτρια και ασκήτρια, με τέλεια ακτημοσύνη, σωφροσύνη, υπακοή    και αφοσίωση   στο λόγο της Κυρίας Θεοτόκου.                                             
σχέδιο π. Γεωργίου Χουζούρη
Η μνήμη της οσίας Σοφίας τιμάται στις 6 Μαΐου. Την ευχή της να’χουμε.






Η εγχείρηση της Παναγίας



Κάποτε η οσία Σοφία ασθένησε βαριά. Διπλώθηκε στη μέση από τον πόνο.Στην αρχή δημιουργήθηκε ένα πρήξιμο, που σιγά-σιγά αυξανόταν. Στη συνέχεια αυτό άνοιξε κι έβγαινε δυσώδες υγρό. Η μακαρία στούπωνε στην πληγή πανιά και φυτίλια από τις κανδήλες. Η πληγή άρχισε να σαπίζει. Επιβαλλόταν άμεσα χειρουργική επέμ-βαση, όμως εκείνη δεν δεχόταν καμμία περιποίηση, καμμία βοήθεια.
« Θα’ρθει η Παναγία να με πάρει τον πόνο. Μου το υποσχέθηκε», έλεγε.Στο τζάκι της, ένα μαύρο κου-βάρι,ένα  παραπονιάρικο,πονεμένο βογγητό ακουγόταν. Παραμιλούσε συνέχεια:
«Η Παναγία, η Παναγία...». Περίμενε την επέμβαση της Παναγίας και το θαύμα έγινε!
σχέδιο π. Γεωργίου Χουζούρη
Διηγείται η ίδια: « Ήρθε η Παναγία, με τον Αρχάγγελο Γαβριήλ και τον Άγ. Γεώργιο. Ήταν κι άλλοι Άγιοι,η Αγ. Κυριακή και η Αγ.Παρασκευή. Η Παναγία με χάιδεψε στο μέτωπο και μου είπε: εσύ παρακαλείς κι εγώ ήρθα να σε θεραπεύσω. Είπε ο Αρχάγγελος: θα σε κόψουμε τώρα. Εγώ είπα: είμαι αμαρτωλή, να εξομολογηθώ, να κοινωνήσω και να με κόψεις. Δε θα πεθάνεις ,είπε, εγχείρηση θα σε κάνουμε και με άνοιξε.»
Τα διηγούνταν τόσο απλοϊκά και αθώα, σαν να έγινε το πιο φυσικό πράγμα. Και σήκωνε τη μπλούζα της και έδειχνε την τομή.
Μια από τις πιο πιστές  μαθήτριες της οσίας συμπληρώνει το γεγονός, όπως της το διηγήθηκε η ίδια :
«Ο Αρχάγγελος Γαβριήλ την έσκισε με το σπαθί του, που ήταν ξύλινο και βγήκε μεγάλη βρωμιά. Έβγαλαν οι Άγιοι τα σπλάχνα έξω και τα ακούμπησαν δίπλα, σ’ένα κάθισμα.  Ο Αρχάγγελος καθάρισε πολύ προσεκτικά την πληγή, πάντα με τις υποδείξεις της Παναγίας. Στη συνέ-χεια η Παναγία έβαλε στο στόμα της Σοφίας ένα άσπρο χαπάκι. Το πρωί είχε θεραπευτεί τελείως».
Την επόμενη μέρα γεμάτη χαρά διηγούνταν το θαύμα κι έδειχνε την πληγή. Τρεις χειρούργοι από την Αθήνα και γιατροί από την Κοζάνη έλεγξαν την πληγή, όπου φαινόταν καθαρά η τομή.