ΧΡΙΣΤΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ ΔΩΡΗΤΗΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΜΑΣ

"Χριστός ανέστη εκ νεκρών θανάτω θάνατον πατήσας

και τοις εν τοις μνήμασι ζωή χαρισάμενος¨

Πέμπτη 7 Μαρτίου 2013

Εφημερίδα Νοεμβρίου 2012 Φύλλο 18ο

Παμμεγιστοι ταξιαρχεσ
    
Ιερά Μητρόπολη Καστοριάς
Ιερός Ναός Παμμεγ. Ταξιαρχών       Μηνιαία Εφημερίδα        
Άνω Νεστορίου                               Νοέμβριος  2012
Τηλ: 24670-31113                           Φύλλο18ο

γγελοι θυμιάζουν καί μυρώνουν

Κάποιο πρωϊνό, σιος νδρέας διά Χριστόν σαλός ( 9ος -10ος α.), καθισμένος σέ μιά γωνία, κουγε τό πνευματικό του παιδί τόν πιφάνιο, πού διάβαζε να λόγο το μεγάλου Βασιλείου.
σην ρα διαρκοσε νάγνωση, ξεχυνόταν μιά εωδία σάν πό πολύτιμα ρώματα. ταν τελείωσε νάγνωση, χάθηκε καί εωδία. κπληκτος πιφάνιος στράφηκε πρός τόν σιο:
-ξηγησέ μου σέ παρακαλ, τί εωδία ταν ατή;
Κι σιος, πειδή εχε δε ατόν πού σκορποσε τήν εωδία, ποκρίθηκε:
-
γγελοι Κυρίου εχαν συγκεντρωθε δ, παιδί μου.νας μάλιστα, θέλοντας νά τιμήσει τά λόγια το γίου Πνεύματος, θύμιαζε γύρω μαςχαρούμενος. κπληξη καί πορία του πιφανίου κορυφώθηκαν. σιος λοιπόν συνέχισε πιό ναλυτκά:
-Σέ τρες περιπτώσεις ο γγελοι θυμιάζουν καί μυρώνουν τούς κλεκτούς το Θεού: Πρτον, ταν διαβάζουν τά ερά βιβλία, πότε τούς κυκλώνουν γιά ν’ κούσουν κι ατοί. Δεύτερον,ταν προσεύχονται καί συνομιλον μέ τό Θεό, πότε συμπροσεύχονται κι κενοι μέ πόθο.  Τρίτον, ταν πομένουν γιά τήν γάπη το Θεο κόπο, πόνο καί τιμωρίες, πότε τούς μυρώνουν καί τούς παρακινον στόν γώνα τς εσέβειας. 
                                                                                 («μφανίσεις κα θαύματα τν γγέλων»)


Η νηστεία της  Τετάρτης και της  Παρασκευής

μοναχός Γαλακτίων λλίε, κοινοβιάτης στή μονή Συχάστρια τς Ρουμανίας πό τό 1918, τηροσε μέ κρίβεια τή νηστεία.Τη Τετάρτη καί τη Παρασκευή νήστευε μέχρι το βράδυ, τήν ρα πού βγαιναν τ’ στέρια. Τότε κανε τόν σταυρό του, ζητοσε συγχώρηση π’ λους, παιρνε ντίδωρο καί στερα τρωγε.
-Γέροντα, το επε μαθητής του, μέρα εναι μεγάλη, κι σύ λικιωμένος καί δύνατος.  Δέν εναι καλύτερα νά τρς τό φαγητό σου νωρίτερα;
-Κάποτε, ποκρίθηκε κενος, νας γιος εδε νά πηγαίνουν κάποιο νεκρό στόν τάφο. Μπροστά καί πίσω τον συνόδευαν δυό ραοι γγελοι. Ποιοί εστε σες;’’ ρώτησε γιος
γώ νομάζομαι Τετάρτη καί γώ Παρασκευή!’’ πάντησαν ο γγελοι. ρθαμε δ, μέ ντολή το Κυρίου, νά βοηθήσουμε ατή τήν ψυχή, γιατί σ’ λη τή ζωή της νήστευε τήν Τετάρτη καί τήν Παρασκευή γιά νά τιμήσει τά Πάθη το Κυρίου’’.
πό τότε, συμπλήρωσε π. Γαλακτίων, δέν φαγα ποτέ πιά ατές τίς μέρες, γιά νά μέ βοηθήσουν κι μένα Τετάρτη καί Παρασκευή τήν ρα το θανάτου μου.                                                                                 («μφανίσεις κα θαύματα τν γγέλων»)





Το Συναξάρι της ημέρας


Η Αγία Αικατερίνη γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Η οικογένεια της ήτανε από τις μεγαλύτερες και επισημότερες οικογένειες. Είχε καταγωγή βασιλική. Ήταν απόγονος των Πτολεμαίων, των βασιλέων της Αιγύπτου.
Η Αικατερίνη ήτανε εξυπνότατη ως τα δεκαοκτώ χρόνια έμαθε τέλεια την Ελληνική και Ρωμαϊκή Παιδεία και Επιστήμη. Σπούδασε ποίηση και μουσική, μαθηματικά,
γεωμετρία, αστρονομία, ιατρική, φιλοσοφία, ρητορική και γλώσσες. Γι’αυτό και την προσφωνούμε «πάνσοφη».
Είχε κάλλος και ομορφιά ασύγκριτη. Η μητέρα της και οι συγγενείς της την πιέζανε καθημερινά να παντρευτεί.Η Αικατερίνη, για να πάψουν να την ενοχλούν τους είπε να της βρουν κάποιον που να της μοιάζει στα χαρίσματα που έλεγαν ότι είχε.
Όταν η μητέρα της είδε, ότι δεν μπορούσε να την καταφέρη να παντρευτή, σκέφθηκε να συμβουλευτή έναν άγιο άνθρωπο και σοφό Χριστιανό, που τον λέγανε Ανανία. Αυτός ασκήτευε έξω από την πόλη, κρυμμένος σε μια ερημική τοποθεσία. Πήρε, λοιπόν, την Αικατερίνη και πήγανε να τον συμβουλευθούνε.
Ο ασκητής τους άκουσε με προσοχή. Στο καθαρό μυαλό του έκαναν εντύπωση τα γνωστικά λόγια της Αικατερίνης και σκέφθηκε να πλησιάση την καρδιά της στον Ουράνιο Νυμφίο-Χριστό.Της έδωσε μια εικόνα της Παναγίας με το Θείο Βρέφος και της είπε να κάνει προσευχή και ότι η Παναγία θα την καθοδηγούσε.
Πράγματι η Αικατερίνη πήρε την Εικόνα της Θεομήτορος και προσευχόταν τη νύκτα συνεχώς. Τα βαθειά μεσάνυχτα, όμως, από την κούρασι και την αγωνία, την πήρε ο ύπνος. Και τι βλέπει στον ύπνο της!
Βλέπει την Βασίλισσα των Ουρανών, την Παρθένο Μαρία, με το Θείο Βρέφος τον Χριστό στην αγκαλιά της. Ο Χριστός ακτινοβολούσε περισσότερο από τον ήλιο. Κοίταζε όμως την Μητέρα του και όχι την Αικατερίνη. Την Αικατερίνη την αποστρεφόταν, έλεγε ότι είναι μαύρη κι άσχημη και σκοτεινή κι όχι η ομορφότερη κι η πιο ευγενής απ’όλους τους ρήτορες και τις νέες της πόλης, όπως έλεγε η Παναγία Μητέρα Του. Ο Χριστός την αποκαλούσε φτωχή κι αμόρφωτη κι άσχημη διότι η Αικατερίνη βρισκόταν στην πλάνη της ειδωλολατρείας  ακόμη.
Αυτά βεβαίως η Αικατερίνη τα είδε, όπως είπαμε, στον ύπνο της και ξύπνησε ταραγμένη. Έτρεξε αμέσως να συναντήση τον άγιο γέροντα ασκητή. Εκείνος της μίλησε για την χριστιανική Πίστι και για τον Νυμφίο – Χριστό. Η Αικατερίνη τ' άκουσε όλα αυτά με μεγάλη προσοχή και  ζήτησε να βαπτισθή. Μέχρι τότε ήταν αβάπτιστη. Πράγματι ο ασκητής, που είδε την αγάπη της προς τον Χριστό, την εβάπτισε.
Το ίδιο βράδυ βλέπει πάλι την Παναγία, με το λαμπερό Θείο Βρέφος στον ύπνο της. Αλλά αυτή τη φορά, δεν γύρισε το Βρέφος αλλού τα μάτια Του. Αλλά την κοίταζε με γλυκό και γαλήνιο βλέμμα και έλεγε πως τώρα είναι λαμπερή και πάνσοφος και ότι αποφάσισε να την μνηστευθεί για νύμφη Του άφθορη
 Ο Δεσπότης - Χριστός της έβαλε στο δάκτυλο ένα ωραίο δακτυλίδι και της είπε:
" Ιδού σήμερα σε λαμβάνω για νύμφη Μου άφθορο και αιώνιο. Φύλαξε με ακρίβεια αυτή τη συμφωνία και μη λάβης πλέον άλλον νυμφίον επίγειον".
Με τα λόγια αυτά του Χριστού ξύπνησε η Αγία Αικατερίνη. Κοίταξε το δεξί της χέρι και βλέπει - ώ του θαύματος! - ότι φορούσε το δακτυλίδι.  
Πλημμύρισε τότε η καρδιά της από ιερή συγκίνησι και θείο έρωτα. Δόθηκε από τότε ολόψυχα στον Χριστό. Επιδόθηκε στη διάδοση της διδασκαλίας του Χριστού. Με την ευγλωττία και το παράδειγμα της, τράβηξε πολλούς συμπολίτες της στην Πίστη του Χριστού και προ παντός διανοούμενους.
Διοικητής της Αιγύπτου τότε ήταν ο Μαξιμίνος, χριστιανομάχος που σε ένα και μόνο μήνα εφόνευσε και κατέκαψε 180.000 Χριστιανούς στην Αίγυπτο μονάχα!
Όταν λοιπόν έμαθε, ότι η Αικατερίνη έγινε χριστιανή διέταξε να την φέρουν μπροστά του. Αφού με τις κολακείες του και τα ταξίματά του δεν κατάφερε να μεταπείσει την Αγία να θυσιάσει στα είδωλα και να απαρνηθεί το Χριστό, διέταξε να κρατούν τη μάρτυρα υπό περιορισμό και να την φρουρούν. Συγχρόνως κάλεσε κοντά του όλους τους σοφούς και ρήτορες των πόλεων της εξουσίας του για ν' αποστομώσουν με τη σοφία τους την Αικατερίνη.
Κόσμος πολύς μαζεύτηκε στο αμφιθέατρο και η Αικατερίνη σε δημόσια συζήτηση έπεισε με τον πάνσοφο λόγο της τους 150 σοφότερους ρήτορες της εποχής και την γυναίκα του Μαξιμίνου, ότι ο μόνος αληθινός Θεός είναι ο Χριστός.Ο άρχοντας διέταξε το θάνατο και των ρητόρων και της Αυγούστας, της γυναίκας του.Την δε Αικατερίνα γεμάτος οργή διέταξε να της βγάλουν την βασιλική πορφύρα και ν' αρχίσουν να την δέρνουν με νεύρα βοδιών αλύπητα. Κατασκεύασε και ειδικό τροχό για να ξεσκίσει τις σάρκες της. Τόση ήταν η μανία του. Οι ρόδες των τροχών ανατινάχτηκαν όμως από θεία παρέμβαση στον αέρα και σκότωσαν τους δήμιους που ήταν γύρω. Απελπισμένος και απογοητευμένος ο Μαξιμίνος διατάζει να την αποκεφαλίσουν στη πλατεία της πόλεως.
Όταν έφθασε στην πλατεία, κι ενώ δίπλα της έστεκε με το ξίφος ο δήμιος, σήκωσε τα μάτια της στον ουρανό κι ευχαρίστησε τον Χριστό. Παρακάλεσε δε στη προσευχή της, όπως το σώμα της, μετά το μαρτύριο να γίνη αθέατο και φυλαχθή σώο και ακέραιο. Και όποιος στο ψυχορράγημα του την επικαλεσθή να μπορή να τον βοηθήση.Έπειτα έκανε νεύμα στον δήμιο να εκτελέση την διαταγή. Ένα αστραφτερό ξίφος υψώθηκε τότε, κατέβηκε με δύναμη και έκοψε την τίμια κεφαλή της Αγία Αικατερίνης. Ήταν 25 Νοεμβρίου 307 μ. Χ.
 Όπως αναφέρουν οι συναξαριστές δύο θαύματα έγιναν κατά την ώρα της αποκεφαλίσεως της. Το πρώτο είναι, ότι αντί για αίμα έτρεξε κατά την αποκεφάλιση της από τον λαιμό της γάλα και το δεύτερο, ότι το σώμα της εξαφανί-στηκε μπροστά από τα μάτια του κόσμου, που παρακολουθούσε το τέλος της. Οι άγγελοι το μετέφεραν στη κορυφή του όρους Σινά, η οποία από τότε ονομάζεται ¨ κορυφή της Αγίας Αικατερίνης ". Εκεί σώζεται ακόμη σήμερα το λιθόκτιστο εκκλησάκι.
Αγία του Θεού πρέβευε και για εμάς στον Κύριο.
 

 
Ο Ταξιάρχης Μανταμάδου

ΓΥΡΩ στον 10ο με 11ο αιώνα, όταν το Βυζαντινό κράτος μεσουρανούσε, οι Σαρακηνοί πειρατές λυμαίνονταν τα νησιά του Αιγαίου, λήστευαν, έκαιγαν κι αιχμαλώτιζαν ανθρώπους, πού τους προόριζαν για τα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής.
Η Λέσβος, πλούσια κι ελκυστική, είχε γίνει διαλεχτή λεία των κουρσάρων. Κοντά στο Μανταμάδο στον Στένακα, υπήρχε ένα μοναστήρι των Ταξιαρχών, οχυρωμένο σαν κάστρο με τείχη και πύργο. Κάποια άνοιξη, ο αρχιπειρατής Σιρχάν, κάλεσε το τσούρμο του και τους είπε:
- Αυτή τη φορά, το δίχως άλλο, θα μπούμε στο μοναστήρι. Εγώ θέλω μόνο το χρυσό ποτήρι, πού λειτουργάνε οι καλόγεροι, για να πίνω το κρασί μου. Όλα τ' άλλα δικά σας.
Έβαλαν λοιπόν πλώρη οι πειρατές για τη Λέσβο. Πλησίασαν το μοναστήρι μεσάνυχτα και κρύφτηκαν στα δέντρα.
Στο μεταξύ στο μοναστήρι χτύπησε το σήμαντρο, πού καλούσε τους μοναχούς να κατεβούν στην εκκλησία για την ορθρινή ακολουθία. Τότε o αρχηγός έδωσε το σύνθημα. Οι κουρσάροι όρμησαν με αλαλαγμούς στην εκκλησία. Έσφαξαν όλους τους μοναχούς, τον ηγούμενο μπροστά από την Αγία Τράπεζα... Ένα δόκιμο καλογέρι, ο Γαβριήλ, βρισκόταν στο ιερό. Γρήγορος κι ευκίνητος, σκαρφάλωσε στη στέγη του ναού. Οι πειρατές τον ακολούθησαν. Τότε όμως ακούστηκε μια δυνατή βουή, και η σκεπή μετατράπηκε θαυματουργικά σε φουρτουνιασμένο πέλαγος. Πάνω στ' αφρισμένα κύματα ένας πελώριος και φοβερός Στρατιώτης, με μια πύρινη ρομφαία, όρμησε εναντίον τους. Εκείνοι παράτησαν αμέσως όπλα και κλοπιμαία κι έφυγαν πανικόβλητοι.
Ο  Γαβριήλ, ο μόνος πού απέμεινε ζωντανός από την τραγωδία, συγκλονισμένος από το θαύμα του Αρχαγγέλου έπεσε γονατιστός στο εικονοστάσι του. Όταν συνήλθε από την ταραχή, σήκωσε τα μάτια. Τι πρόσωπο ήταν αυτό; Φαινόταν ζωντανό κι είχε μια θεϊκή γλυκύτητα. Ο δόκιμος επιθύμησε να το ζωγραφίσει.
- Ταξιάρχη μου, παρακάλεσε, μεσίτευσε στον Κύριο ν' αναπαύσει τους αδελφούς μου. Κι εμένα αξίωσε με ν' απεικονίσω την εξαίσια μορφή σου.
Αμέσως, σαν να φωτίστηκε από τον Αρχάγγελο,πήρε ένα σφουγγάρι, μάζεψε μ' αυτό ευλαβικά το αίμα των μοναχών σε μια λεκάνη, το ανακάτεψε με ασπρόχωμα και άρχισε να πλάθει την εικόνα του. Από την αρχή της εργασίας ένιωσε αισθητή τη βοήθεια του Ταξιάρχη. Τα χέρια του, σαν να τα οδηγούσε αόρατη δύναμη, σχημάτιζαν γρήγορα και σταθερά με τον πηλό το πρόσωπο του Αρχαγγέλου Μιχαήλ.Το πρόσωπο εκείνο πού είδε στη σκεπή του ναού, το φοβερό,αλλά με τη θεϊκή χάρη. Έφτιαξε το πρόσωπο, το στέρνο και τις φτερούγες κι ο πηλός τελείωνε. Και το υπόλοιπο σώμα; Να το χαλάσει και να το φτιάξει απ’την αρχή; Κι αν δεν τα κατάφερνε πάλι; Αποφάσισε να τελειώσει το σώμα με όσο πηλό του είχε απομείνει.
Έτσι ολοκλήρωσε τον Αρχάγγελο.
Οι πειρατές όμως τι απέγιναν; Τους καταδίωξαν καβαλάρηδες χωριανοί που ειδοποιήθηκαν από ένα τσοπανόπουλο, που είδε τα κουρσάρικα καράβια στην ακτή. Και καθώς ακολουθούσαν τα χνάρια των πειρατών σ' ένα πλάτωμα σταμάτησαν απότομα. Το θέαμα πού αντίκρισαν τούς έκανε κι ανατρίχιασαν. Είδαν τους κουρσά-ρους, νεκρούς και σκορπισμένους σ' όλο το πλάτωμα. Μια σπαθιά, που άρχιζε απ' το μέτωπο κι έφτανε ως την κοιλιά, ήταν χαραγμένη στο σώμα του καθενός και τ' άνοιγε στα δύο. Η μαχαιριά σε κάθε σώμα ήταν ακριβώς η ίδια. Κανείς απ' τους καβαλάρηδες δεν ρώτησε ποιος το 'κανε. Δεν είχαν αμφιβολία.
-Μεγάλη η χάρη κι η δύναμη σου, Αρχάγγελε! ψέλλισαν και σταυροκοπήθηκαν.



Στα κείμενα ακολουθείται η γλώσσα του εκάστοτε συγγραφέα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.